- αποβδόμαδα
- αποβδόμάδα επίρρ. на следующей неделе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποβδόμαδα — επίρρ. χρον., ύστερα από την εβδομάδα που έχουμε: Θα ρθουμε να σας βρούμε αποβδόμαδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποβδόμαδα — επίρρ. από την επόμενη εβδομάδα … Dictionary of Greek